- λαιμοτομώ
- (Α λαιμοτομῶ, -έω) [λαιμοτόμος]κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω, καρατομώ, σφάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιμοτόμωι — λαιμοτόμῳ , λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut dat sg λαιμοτόμῳ , λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοτομία — η η αποκοπή τού κεφαλιού από τον λαιμό, αποκεφαλισμός, καρατόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμοτομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Παναγιώτη Σούτσο] … Dictionary of Greek
λαιμοτόμηση — η [λαιμοτομώ] λαιμοτομία, αποκεφαλισμός, καρατόμηση … Dictionary of Greek